Dictionary of Greek. 2013.
συνθλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. συνθλάττω Α συντρίβω κάτι με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλάττω, μτγν. τ. τού θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek